- σύρω
- ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.)2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της»)3. (ενεργ. και μέσ.) έρπωνεοελλ.1. πορεύομαι, πηγαίνω («σύρε στο καλό»)2. κακολογώ, συκοφαντώ («το τί τού σέρνει πίσω από την πλάτη του, δεν λέγεται»)3. εξυβρίζω («τόν συνάντησε και τού έσυρε όσα δεν φαντάζεσαι»)4. μέσ. σέρνομαια) (στο τρίτο εν. πρόσ.) σέρνεται(για μεταδοτική ασθένεια) υπάρχει επιδημία («σέρνεται γρίππη»)β) ζω άθλια ζωή, είμαι δυστυχής («σέρνεται από το πρωί ώς το βράδυ χωρίς βοήθεια από κανέναν»)5. φρ. α) «τόν [ή τήν] σέρνει από τη μύτη» — έχει απόλυτη εξουσία πάνω του [ή της], τόν [ή τήν] κάνει ό,τι θέλειβ) «σέρνω τον χορό» — είμαι ο πρώτος τού κύκλου τών χορευτώνγ) «ζει και σέρνεται» — λέγεται για κάποιον που είναι άρρωστος πολύ καιρό και έχει εξαντληθεί σωματικάδ) «τού 'σούρε (ή τού 'συρε) όσα σέρνει η σκούπα» — τόν έβρισε πολύε) «σέρνει τα πόδια του» — λέγεται για κάποιον που είναι είτε πολύ μεγάλης ηλικίας, είτε πολύ καταπονημένοςστ) «σύρω την άγκυρα»(για αγκυροβολημένο πλοίο) η άγκυρά μου παρασύρεται στον πυθμένα λόγω τής σφοδρότητας τού ανέμου ή τού ρεύματοςζ) «το [ή τα] σύρε κι έλα» ή «το [ή τα] σύρ' τα [ή σούρ' τα] φέρτα» — οι συχνές επισκέψεις προς κάποιον, το πηγαινέλαη) «σύρε-σύρε» — είδος παραδοσιακού χορούνεοελλ.-μσν.τραβώ έξω, βγάζω («σύρω το ξίφος»)μσν.παθ. (για φορολογία) επισυνάπτομαιμσν.-αρχ.1. σπεύδω, τρέχω2. τραβώ δια τής βίας3. παθ. σύρομαι(για ποταμό) ρέω, τρέχωαρχ.1. τραβώ εμπρός («τὸ μέγα τοῡ ὄνου σύμβολον διασῴζειν καὶ σύρειν», Λουκιαν.)2. συμπαρασύρω («πόλεμος χειμάρρου δίκη ν πάντα σύρων καὶ πάντα παραφέρων», Πλούτ.)3. πλένω, καθαρίζω κάτι αφαιρώντας μερικές ουσίες («χρυσὸς οὐ μεταλλεύεται μόνον, ἀλλὰ καὶ σύρεται», Στράβ.)4. πλησιάζω5. παθ. επιμηκύνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σῡρω (< συρ-jω) έχει προέλθει από την ίδια ρίζα *twr-jω τού ρ. σαίρω (ΙΙ)* (το συμφωνικό σύμπλεγμα *tw- συριστικοποιήθηκε στην Ελληνική: *tw- > *σσ- > σ-, πρβλ. σάρξ, σείω) με διαφορετική αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -r- ως -υρ-, πρβλ. σπυρίς (βλ. λ. σαίρω). Η αναγωγή τού ρ. σύρω και τών παρ. που εμφανίζουν δασύ σύμφωνο -φ- (πρβλ. συρφετός) σε ΙΕ ρίζα *swer-bh- «γυρίζω, σκουπίζω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. swerban «περιφέρομαι, ξύνω, τρίβω») δεν θεωρείται πιθανή, λόγω τής διατήρησης στον ελλ. τ. τού αρκτικού σ- (βλ. και λ. σέλας). Ο νεοελλ. τ. σέρνω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. έσυρα κατά το σχήμα πήρα: παίρνω, έφερα: φέρνω, ο τ. σύρνω, επίσης από τον αόρ. έσυρα κατά το σχήμα έφθασα: φθάνω, ενώ ο τ. σούρνω διατήρησε την αρχ. προφορά τού -υ- ως /u/ (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι).ΠΑΡ. σύρμα, συρμή, συρμός, σύρτης, συρτός, συρφετόςαρχ.σύρφαξ, σύρφηαρχ.-μσν.σύρδην, σύρσιςμσν.σύρτη, συρτικόςνεοελλ.σύρσιμο.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανασύρω, αποσύρω, διασύρω, επισύρω, παρασύρω(-σέρνω), συμπαρασύρωαρχ.εκσύρω, κατασύρω, μετασύρω, περισύρω, προσσύρω, συσσύρω, υποσύρωνεοελλ.αλαφροσέρνω, αλογοσέρνω, κωλοσέρνω, ξεσέρνω, πισωσέρνω, ποδοσέρνω, χαμοσέρνω].
Dictionary of Greek. 2013.